πειρατεία

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, Seeräuberei, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτεία: ἡ, (πειρατεύω) τὸ ἔργον τοῦ πειρατοῦ, ἡ ἐν θαλάσσῃ λῃστεία, Ὠριγέν. παρ’ Εὐστ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 282Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΜΑ πειρατεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πειρατεύω, το έργο του πειρατή, η ληστεία στη θάλασσα
νεοελλ.
1. κάθε ληστεία ή άλλη πράξη βίας για ιδιωτικούς σκοπούς και χωρίς επίσημη κρατική εξουσιοδότηση, η οποία εκδηλώνεται στον διεθνή θαλάσσιο χώρο, οπότε λέγεται ναυτοπειρατεία, ή στον διεθνή εναέριο χώρο, οπότε λέγεται αεροπειρατεία
2. (γεωμορφ.) διαβρωσιγενής υφαρπαγή ενός υδάτινου ρεύματος από το υδρογραφικό δίκτυο ενός άλλου ρεύματος, η οποία προκαλείται από την εκτροπή του τελευταίου μέσα στο πρώτο.