v. πελεκάω.
πελέκκησε: ἴδε ἐν λ. πελεκάω.
πελέκκησε: Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του πελεκάω.
πελέκκησε ep. indic. aor. act. 3 sing. van πελεκάω.