πελέκκησε

English (LSJ)

v. πελεκάω.

Greek (Liddell-Scott)

πελέκκησε: ἴδε ἐν λ. πελεκάω.

Greek Monotonic

πελέκκησε: Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ του πελεκάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελέκκησε ep. indic. aor. act. 3 sing. van πελεκάω.