περίδερμα
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. σύνθετος προστατευτικός ιστός δευτερογενούς προέλευσης που αντικαθιστά την επιδερμίδα στον βλαστό και στη ρίζα τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή αύξηση και ο οποίος δημιουργείται συχνά και σε περιπτώσεις τραύματος ή γενικότερα σε περιοχές που έχουν εκτεθεί πρόσφατα στην ατμόσφαιρα, εμποδίζοντας έτσι την είσοδο τών παθογόνων παραγόντων στο φυτικό σώμα
2. ζωολ. επιδερμίδιο που καλύπτει το υδρόκαυλο τών αποικιακών γυμνοβλαστικών υδροζώων
αρχ.
πιθ. είδος άνθους.