περιάργυρος

English (LSJ)

περιάργυρον, set in silver, κίονες Chares 4 J., cf. LXX Ep.Je.8; ὅπλα App.BC1.106.

German (Pape)

[Seite 569] umsilbert, κανόνες, Ath. XII, 538 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιάργῠρος: -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄργυρος (πρβλ. επάργυρος)].