περικολπίζω

English (LSJ)

sail round a bay, Peripl.M.Rubr.57: c. acc., τὴν ηπειρον ib.34.

German (Pape)

[Seite 580] einen Meerbusen umfahren, Arr. Peripl. Erythr. 40.

Greek (Liddell-Scott)

περικολπίζω: περιπλέω κόλπον, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. 40, κτλ.

Greek Monolingual

Α
περιπλέω τα παράλια κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόλπος.