περιπορφυρόσημος

English (LSJ)

παῖς, , = Lat. puer praetextatus, AP12.185 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 589] παῖς, ein Knabe in der Prätexta, die einen purpurnen Streif od. eine Verbrämung hat, Strat. 27 (XII, 185).

Greek (Liddell-Scott)

περιπορφῠρόσημος: παῖς, ὁ, ὁ τὴν περιπόρφυρον ἐσθῆτα περιβεβλημένος, Λατ. puer praetextatus, Ἀνθ. Π. 12. 185.

Greek Monolingual

ὁ, Α (ενν. παῖς) παιδί ντυμένο το περιπόρφυρο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπόρφυρος + -σημος (< σῆμα)].

Middle Liddell

[from περιπόρφῠρος]
περιπορφῠρό-σημος παῖς, Lat. puer praetextatus, Anth.