περυσίας

English (LSJ)

(sc. οἶνος), ὁ, last year's wine, Hp. ap. Gal. 19.130.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, = περυσινός, bes. περυσίας oder περσύας οἶνος, jähriger Wein, VLL.