πεττευτής

French (Bailly abrégé)

att. c. πεσσευτής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πεσσευτής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεττευτής -οῦ, ὁ, Ion. πεσσευτής [πεττεύω] pettos-speler.

German (Pape)

ὁ, att. statt πεσσευτής.