πηρόχειρ

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που πάσχει από πηροχειρία, κουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + χειρ, χειρός «χέρι» (πρβλ. αυτόχειρ)].