πιλόω

English (LSJ)

=πιλέω, of the effect of cold, contract, opp. μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Thphr. CP.

German (Pape)

[Seite 615] = πιλέω, Theophr. u. Sp.; Eubul. bei Ath. II, 65 c, πλεκτάνας.

French (Bailly abrégé)

πιλῶ :
c. πιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλόω: πιλέω, ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ψύχους, συστέλλω, μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5, πρβλ. 1. 12, 3, κτλ. ― Παθ., νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898Α.

Russian (Dvoretsky)

πῑλόω: сгущать: νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Plut. (Демокрит говорит, что) облака образуются (досл. сгущаются) из испарений.

Mantoulidis Etymological

(=συμπιέζω μαλλιά, συστέλλω). Ἀπό τό πῖλος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πιλέω.