πισσάριον

English (LSJ)

τό, a little pitch, Archig. ap. Gal.12.978.

Greek (Liddell-Scott)

πισσάριον: τό, ὀλίγη πίσσα, τοὺς πνιγομένους πισσαρίῳ μετὰ ὕδατος… πότιζε Γαλην. 6 Κατὰ τόπ. σ. 250, 38 ἐκ τοῦ Ἀρχιγέν.

Greek Monolingual

τὸ, Α πίσσα
μικρή ποσότητα πίσσας.