πισσήεις
English (LSJ)
πισσήεσσα, πισσήεν, of pitch, pitchy, Nic.Th.717, Man.4.346.
German (Pape)
[Seite 619] εσσα, εν, pechig, nach Pech riechend, schmeckend; auch = πίσσινος, Sp.; Nic. Th. 716, pechschwarz.
Greek (Liddell-Scott)
πισσήεις: εσσα, εν, ἐκ πίσσης, πλήρης πίσσης, Νικ. Θηρ. 716, Μανέθων 4. 346.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που είναι γεμάτος πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις)].