Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πιτυρούχος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν 1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι») 2.το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος ο πιτυρίτηςάρτος, το πιτυρούχο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ.<πίτυρον+ -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδαΠαλιγγενεσία].