ποικιλεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, = ποικιλτής, Alex.328.

German (Pape)

[Seite 649] ὁ, = ποικιλτής, Alexis bei Poll. 7, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλεύς: ὁ, = ποικιλτής, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 58, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ποικιλτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. -εύς (πρβλ. στραβεύς)].