ποικιλόγαρυς

English (LSJ)

Doric for ποικιλόγηρυς.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ποικιλόγηρυς.

English (Slater)

ποικῐλόγᾱρυς with varied tones φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν (O. 3.8)

German (Pape)

[ᾱ], dor. = ποικιλόγηρυς.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόγᾱρυς: υος adj. дор. = ποικιλόγηρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόγᾱρυς -υος [ποικίλος, γῆρυς] Dor., met gevarieerde klanken.