πολίτικος
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ια, Ν Πόλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς»)
2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη
κοινή ονομασία μιας ποικιλίας του φυτού που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς η κολοκυνθίς και του καρπού του
3. το ουδ. ως ουσ. το πολίτικο
κοινή ονομασία μιας ποικιλίας του φυτού αγρία άμπελος και ο καρπός του.