πολεμοφόνευτος

English (LSJ)

πολεμοφόνευτον, slain in war, Sch.Opp.H.3.562.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σκοτώθηκε σε πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + φονεύω.