Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολεομορφία
Greek Monolingual
η, Ν 1. η μετατόπιση του πληθυσμού μιας χώρας στα αστικά κέντρα, η αστυφιλία 2. ο τρόπος διαβίωσης στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ.<πόλις, -εως+ -μορφία (< -μορφος<μορφή), απόδοση στην Ελληνική του αγγλ. urbanism (< λατ. urbs, -is «πόλη»)].