πολτοποιώ

Greek Monolingual

πολτοποιῶ, -έω, ΝΑ
μεταβάλλω κάτι σε πολτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολτός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. υγροποιώ].