πολυκίνδυνος

English (LSJ)

πολυκίνδυνον,
A very dangerous, Isoc.10.17 as cited by Demetr.Eloc.23.
II conversant with danger, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198.

German (Pape)

[Seite 664] mit vieler Gefahr, Demetr. Phal. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκίνδῡνος: -ον, λίαν ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος.