πολυμελπής
English (LSJ)
πολυμελπές, much-singing, ib.67.
German (Pape)
[Seite 666] ές, viel singend, αὐλός, Poll. 6, 170, v.l. zum Vorigen.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμελπής: -ές, ὁ πολλὰ μέλπων, Πολυδ. Δ΄, 67.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τραγουδάει πολλά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μελπής (< μέλπω «τραγουδώ, ψάλλω»)].