πολυφορία

English (LSJ)

ἡ, productiveness, X.Oec.19.19, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fertilité.
Étymologie: πολυφόρος.

Russian (Dvoretsky)

πολυφορία:плодородие, плодовитость Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφορία: ἡ, πολλὴ εὐφορία, Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Πολυδ. Α΄ 240.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολυφόρος
ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα.

Greek Monotonic

πολῠφορία: ἡ, μεγάλη ευφορία, παραγωγικότητα, σε Ξεν.

Middle Liddell

πολῠφορία, ἡ,
productiveness, Xen. [from πολῠφόρος]

English (Woodhouse)

fertility, fruitfulness, fruitfulness of land, of land