πολύκοσμος

English (LSJ)

ον, much-adorned, Hsch.s.v. πολυδαίδαλον.

German (Pape)

[Seite 665] sehr geschmückt, Hesych., Erkl. von πολυδαίδαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκοσμος: -ον, ὁ πολὺ κεκοσμημένος, πολυποίκιλος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυδαίδαλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυδαίδαλος, πολυποίκιλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κοσμος (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. εύκοσμος].