πολύνους

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύνοος.

German (Pape)

[Seite 667] zsgzgn statt πολύνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύνοος, -ον, Α
αυτός που έχει πολύ νου, πολύ συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + νοῦς / νόος (πρβλ. ομόνους, υψηλόνους)].