πορευτέος

English (LSJ)

α, ον,
A to be traversed, ὁδός S.Ph.993; ὄρη X.An.2.5.18.
II neut. πορευτέον, one must go, S.Aj.690, E.Heracl.730, Pl.R. 452c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de πορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.

Greek Monotonic

πορευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.
II. πορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πορευτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.

Middle Liddell

πορευτέος, η, ον, verb. adj.]
I. to be traversed, Soph., Xen.
II. πορευτέον, one must go, Soph., Eur.