πορφυρώδης

English (LSJ)

πορφυρῶδες, = πορφυροειδής, EM486.46, v.l. in Artem.2.36.

German (Pape)

[Seite 687] ες, = πορφυροειδής, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρώδης: -ες, = πορφυροειδής, Ἐτυμολ. Μεγ. 487. 4.

Greek Monolingual

-ες, Α πορφύρα
ο πορφυροειδής.