πορφυρώνω

Greek Monolingual

πορφυρόω, -ῶ, ΝΜ πορφύρα
βάφω με πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω (α. «της Αγάπης αίματα μέ πορφύρωσαν», Ελύτ.)
β. «ἐπορφύρου γῆν ἡ ῥοὴ τῶν αἱμάτων», Θεοδόσ.).