προΐσσομαι
English (LSJ)
(προίξ) ask a gift, beg, Archil.130; cf. προΐκτης.
German (Pape)
[Seite 726] (προΐξ; schwerlich von προΐσχω abzuleiten, wie Einige erklären, die Hand zum Bitten ausstrecken, wie etwa Archil. damit verbindet προτεί. νειν χεῖρα; vgl. precari, procare), dep. med., ein Geschenk, eine Gabe erbitten, betteln; Archil. frg. 91. Vgl. καταπροΐσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προΐσσομαι: ἀπο., ζητῶ δῶρον, ἐπαιτῶ, Ἀρχίλ. 117. (Ἐντεῦθεν προΐκτης. Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ προίξ, ὃ ἴδε· ἕτεροι σχετίζουσι τὴν λέξ. πρὸς τὸ ἱκτήρ, ἱκέτης· πρβλ. Κουρτ. Gr. Et. ἀρ. 24c καὶ σ. 631).