προαπολαύω

English (LSJ)

enjoy beforehand, Plu.Aem.30.

German (Pape)

[Seite 708] (s. λαύω), vorher genießen; Plut. Aemil. 30; Clem. Alex.

French (Bailly abrégé)

jouir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, ἀπολαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-απολαύω van tevoren genieten.

Russian (Dvoretsky)

προᾰπολαύω: предвкушать (τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προαπολαύω: μέλλ. -απολαύσομαι, ἀπολαύω ἐκ τῶν προτέρων, Πλουτ. Αἰμίλ. 30.

Greek Monolingual

Α
απολαύω, χαίρομαι για κάτι εκ τών προτέρων.

Greek Monotonic

προαπολαύω: μέλ. -αύσομαι, απολαμβάνω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -αύσομαι
to enjoy beforehand, Plut.