προβληματώδης
English (LSJ)
προβληματῶδες, problematical, Plu.Cat.Mi.25.
German (Pape)
[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.
Russian (Dvoretsky)
προβλημᾰτώδης: затруднительный, спорный (π. καὶ ἄπορος Plut.).
Greek Monolingual
-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.
Greek Monotonic
προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.
Middle Liddell
προβλημᾰτ-ώδης, ες εἶδος
problematical, Plut.