προδιακινώ

Greek Monolingual

-έω, Α
θέτω κάτι σε κίνηση από πριν
2. διεγείρω, ξεσηκώνω κάποιον ή κάτι από πριν («προδιακινήσας καὶ παραθαρρύνας τινὰς τῶν ἀμεινόνων», Ιώσ.).