-έω, Αθέτω κάτι σε κίνηση από πριν2. διεγείρω, ξεσηκώνω κάποιον ή κάτι από πριν («προδιακινήσας καὶ παραθαρρύνας τινὰς τῶν ἀμεινόνων», Ιώσ.).