προσάδω

Greek Monolingual

Α
1. τραγουδώ προς κάποιον
2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον
4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» — τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ᾄδω «τραγουδώ»].