Νκαλύπτω κάτι με άμμο, ρίχνω άμμο προκειμένου να γεμίσω κενά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + άμμος + κατάλ. -ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Κ. Παπαγεωργίου].