προσασκώ

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῦνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.)
αρχ.
παθ. προσασκοῦμαι, -έομαι
(για γη) καλλιεργούμαι.