προσβωθέω

English (LSJ)

Ion. for προσβοηθέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 754] s. προσβοηθέω, Her. 8, 144, zw.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προσβοηθέω.

Russian (Dvoretsky)

προσβωθέω: ион. = προσβοηθέω.

Greek (Liddell-Scott)

προσβωθέω: Ἰων. ἀντὶ προσβοηθέω, Ἡρόδ. 8. 144.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προσβοηθῶ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσβωθέω Ion. voor προσβοηθέω.