προσδιαστρέφω
English (LSJ)
pervert besides, of persons, Plu.2.61b (Pass.), 697d; also τὴν αἴσθησιν ib.1083b.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu verdrehen, verderben, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
pervertir ou dépraver davantage.
Étymologie: πρός, διαστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
προσδιαστρέφω: сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Α
διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῖς κατηγοροῦσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῖς ἐπαινοῦσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῖν δοκοῦν
τι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»].