προσεπόμνυμι

English (LSJ)

swear besides, D.C.37.38, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 762] (s. ὄμνυμι), noch dazu schwören, D. Cass. 37, 38.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπόμνῡμι: ὁρκίζομαι προσέτι, Δίων Κ. 37. 38.

Greek Monolingual

Α
ορκίζομαι επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι»].