προσθαλασσώνω

Greek Monolingual

Ν
κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θάλασσα + κατάλ. -ώνω].