προσκοτόω
German (Pape)
[Seite 770] vorher verdunkeln, verfinstern, Pol. 1, 48, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
obscurcir auparavant.
Étymologie: πρό, σκοτόω.
Greek Monotonic
προσκοτόω: μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με σύννεφα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
προσκοτόω: затемнять, окутывать тьмой Polyb.
Middle Liddell
fut. ώσω
to darken or cloud over beforehand, Polyb.