προσνεύω
English (LSJ)
A incline or bend towards, Plu.Brut.1.
2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6.
II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προνεύω), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8.
2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.
German (Pape)
[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher vers, s'incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-νεύω naar iets toe neigen.
Russian (Dvoretsky)
προσνεύω: кивать в знак согласия, соглашаться Plut.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.
Greek Monotonic
προσνεύω: μέλ. -σω, συγκατανεύω, συναινώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
Middle Liddell
fut. σω
to nod to, assent, Plut.