προσπέλαση
Greek Monolingual
η / προσπέλασις, -άσεως, ΝΑ προσπελάζω
η ενέργεια του προσπελάζω, η προσέγγιση, το πλησίασμα
νεοελλ.
φρ. «προσπέλαση πεζικού»
στρ. προσέγγιση του πεζικού στις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής πριν από την επίθεση.
η / προσπέλασις, -άσεως, ΝΑ προσπελάζω
η ενέργεια του προσπελάζω, η προσέγγιση, το πλησίασμα
νεοελλ.
φρ. «προσπέλαση πεζικού»
στρ. προσέγγιση του πεζικού στις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής πριν από την επίθεση.