προστεκταίνομαι

English (LSJ)

Med., add of one's own device, Plu.Lys.26.

German (Pape)

[Seite 782] dep. med., hinzuzimmern, Plut. Lys. 26.

French (Bailly abrégé)

fabriquer ou machiner en outre.
Étymologie: πρός, τεκταίνομαι.

Greek Monolingual

Α
επινοώ, μηχανεύομαι κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< τέκτων «ξυλουργός»)].

Greek Monotonic

προστεκταίνομαι: Μέσ., επινοώ επιπλέον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προστεκταίνομαι: досл. пристраивать, перен., доводить до конца: ταύτην λαβὼν ἀρχήν, τὰ λοιπὰ παρ᾽ ἑαυτοῦ προσετεκταίνετο Plut. ухватившись за это начало, (Лисандр) сам придумал остальное.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-τεκταίνομαι erbij timmeren; overdr. verzinnen.

Middle Liddell

Mid. to add of oneself, Plut.