προσφαντάζω

Greek (Liddell-Scott)

προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
παριστάνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].