προσωπολεξία

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η χρησιμοποίηση της λέξης πρόσωπον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -λεξία (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. νεολεξία].