προὔπεμψα

French (Bailly abrégé)

ao. de προπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

προὔπεμψα: стяж. aor. к προπέμπω.

Greek (Liddell-Scott)

προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.

Greek Monotonic

προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.