πρωτινός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά εποχή, ο παλαιικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη κάθε φορά εποχή, ο προγενέστερος
3. παροιμ. «τών πρωτινών τα λόγια, θεού λόγια» — δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών παλαιών, που έχουν περάσει τη δοκιμασία του χρόνου, είναι αλάθητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. -ινός (πρβλ. αληθινός)].