πρόβλεψη
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβλέπω, το να αντιλαμβάνεται ή να προαισθάνεται κανείς κάτι προτού ακόμη αυτό συμβεί («οι προβλέψεις του επαλήθευσαν»)
2. έγκαιρη φροντίδα για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον
3. (οικον.) αντιστάθμισμα ποσού το οποίο πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής
4. (κοινων.) η πράξη με την οποία διατυπώνεται εκ τών προτέρων η έκβαση της πορείας μιας αλλαγής που πρέπει ή μπορεί να αναμένεται ότι θα συμβεί
5. (λογιστ.) παρακράτηση ποσού από τα καθαρά κέρδη για μελλοντική κάλυψη ζημιών, ανανέωση και επέκταση τών εγκαταστάσεων κ.λπ.
6. (οικον.) όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η διατύπωση προοπτικών για μελλοντικές εκτιμήσεις, οι οποίες στηρίζονται στην επιστημονική επεξεργασία δεδομένων του παρελθόντος και στοιχείων του παρόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβλέπω. Η λ., στον λόγιο τ.πρόβλεψις, μαρτυρείται από το 1769 στον Ιώσ. Μοισιόδακα].