πτερυγιόποδα
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών, κατ' άλλους απλή υπόταξη τών σαρκοφάγων, τών οποίων τα άκρα έχουν μετασχηματιστεί σε πτερύγια, όπως είναι λ.χ. οι φώκιες, οι ωταρίες και ο οδόβαινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγιο + πούς, ποδός. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. pennipedia (< penna «φτερό» + pes, pedis «πόδι») και μαρτυρείται από το 1889 στο Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικόν].