πτωχεῖον

English (LSJ)

τό, poorhouse, Cod.Just. 1.2.15.1 (pl.), Procop. Aed. 5.9, EM 187.22; written πτωχῖον, MAMA 3.783; Latin ptochium, Cod.Just. 1.3.48.1.

German (Pape)

[Seite 812] τό, Bettelherberge, E. M u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχεῖον: τό, πτωχοκομεῖον, πτωχοτροφεῖον, Ἐτυμολ. Μέγ. 187. 22, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντείον)].