πτῆσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (πτῆναι) flight, A.Pr.488, Arist.PA639b2, EN1174a31, Q.S.12.5 (pl.): metaph. of rapid reading, ἡ περὶ τὴν ἀνάγνωσιν π. Lib.Ep.949.2.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, das Fliegen; οἰωνῶν, Aesch. Prom. 486; Arist. eth. 10, 4, 3; πρόσγειος, Luc. pro imag. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vol des oiseaux.
Étymologie: R. Πετ, voler ; v. πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτῆσις -εως, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.

Russian (Dvoretsky)

πτῆσις: εως ἡ полет (οἰωνῶν Aesch.; πτήσει κινεῖσθαι Arst.): πρόσγειον τὴν πτῆσιν ποιεῖσθαι Luc. летать у самой земли.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. πτήση.

Greek Monotonic

πτῆσις: ἡ (πτῆσις), πέταγμα, πτήση, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆσις: ἡ, (πτῆναι) τὸ πέτεσθαι, Αἰσχύλ. Πρ. 488, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7, Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 3, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πτῆσις, εως, πτῆναι
a flying, flight, Aesch.

English (Woodhouse)

motion of birds

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.